ἕστηκα

From LSJ
Revision as of 17:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕστηκα Medium diacritics: ἕστηκα Low diacritics: έστηκα Capitals: ΕΣΤΗΚΑ
Transliteration A: héstēka Transliteration B: hestēka Transliteration C: estika Beta Code: e(/sthka

English (LSJ)

ἑστήξω and Ἑσπέρ-ομαι, ἔστησα, ἔστην, ἑστηώς, v. ἵστημι.

French (Bailly abrégé)

pf. de ἵστημι.

Greek (Liddell-Scott)

ἕστηκα: ἑστήξω, καὶ -ομαι, ἕστησα, ἕστην, ἑστηώς, ἴδε ἵστημι.

Greek Monotonic

ἕστηκα: -ειν, αμτβ. παρακ. και υπερσ. του ἵστημι· ἕστην, αόρ. βʹ· ἕστηξω, -ομαι, μέλ.

Russian (Dvoretsky)

ἕστηκα: pf. к ἵστημι.