ὀνειροπολικός

From LSJ
Revision as of 17:45, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται → for everyone who exalts himself will be humbled, and he who humbles himself will be exalted (Luke 14:11)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνειροπολικός Medium diacritics: ὀνειροπολικός Low diacritics: ονειροπολικός Capitals: ΟΝΕΙΡΟΠΟΛΙΚΟΣ
Transliteration A: oneiropolikós Transliteration B: oneiropolikos Transliteration C: oneiropolikos Beta Code: o)neiropoliko/s

English (LSJ)

ή, όν, of or for dreaming : τὸ ὀνειροπολικόν the art of interpreting dreams, Placit.5.1.1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne l'interprétation des songes ; τὸ ὀνειροπολικόν l'art d’interpréter les songes.
Étymologie: ὀνειροπόλος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνειροπολικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὀνειροπόλησιν τὸ ὀνειροπολικόν, ἡ τέχνη τοῦ ἑρμηνεύειν ὀνείρους, Πλουτ. 2. 904D.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ὀνειροπολικός, -ή, -όν) ονειροπόλος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ονειροπόληση ή αυτός που αρμόζει στην ονειροπόληση
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀνειροπολικόν
η τέχνη της πρόβλεψης τών μελλούμενων με την ερμηνεία τών ονείρων.