ὁδί
From LSJ
εἰ μὲν θάνατόν τε φυγὼν καὶ γῆρας ἀπεχθόμενον ἔστι τοι τούτων λάχος → if you wish to escape death and hated old age you can have this lot
English (LSJ)
ἡδί, τοδί [ῑ], v. ὅδε.
German (Pape)
[Seite 292] ἡδί, τοδί, attisch verstärkt statt ὅδε, dieser hier, bes. Comic.; auch τηνδεδί, Ar. Av. 18.
French (Bailly abrégé)
Greek (Liddell-Scott)
ὁδί: ἡδί, τοδί [ῑ], Ἀττ. ἀντὶ ὅδε, ἥδε, τόδε, ὅ ἴδε.
Greek Monotonic
ὁδί: ἡδί, τοδὶ[ῑ], Αττ. αντί ὅδε, ἥδε, τόδε, βλ. αυτόθι.
Russian (Dvoretsky)
ὁδί: ἡ-δί, το-δί (ῑ) атт. intens. к ὅδε.