ὀλιγάνθρωπος
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English (LSJ)
ον, = ὀλίγανδρος, X.Lac.1.1 (Sup.), Oec.4.8, Gal.14.624.
German (Pape)
[Seite 319] = ὀλίγανδρος; Xen. Oee. 4, 8, χώραν; Rep. Lac. 1, 1 ἡ Σπάρτη τῶν ὀλιγανθρωποτάτων πόλεων οὖσα.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a peu d’hommes, une faible population;
Sp. ὀλιγανθρωπότατος.
Étymologie: ὀλίγος, ἄνθρωπος.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγάνθρωπος: -ον, ὁ ἔχων ὀλίγους ἀνθρώπους, Ξεν. Λακ. 1, 1 (ἐν τῷ ὑπέρθ), Οἰκ. 4, 8.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὀλιγάνθρωπος, -ον)
1. (για χώρα, πόλη) αυτός που κατοικείται από λίγους ανθρώπους, που έχει λίγο πληθυσμό («Σπάρτη τῶν ὀλιγανθρωποτάτων πόλεων οὖσα», Ξεν.)
2. αυτός που σύγκειται, που απαρτίζεται από λίγους ανθρώπους («τὴν σύναξιν ταύτην τὴν ὀλιγάνθρωπον», Ιωάνν. Χρυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + ἄνθρωπος (πρβλ. πολυ-άνθρωπος)].
Greek Monotonic
ὀλῐγάνθρωπος: -ον, αυτός που έχει μικρό αριθμό ανθρώπων, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ὀλῐγάνθρωπος: малолюдный (χώρα, πόλις Xen.).
Middle Liddell
ὀλῐγ-άνθρωπος, ον,
scant of men, Xen.