ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
adj.
P. and V. δύσκολος, δυσάρεστος, δυσχερής, πικρός, Ar. and P. κακοήθης, P. δύστροπος, V. δύσοργος.