κρύπτασκε
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. impf. itér. de κρύπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρύπτασκε iter. imperf. 3 sing. van κρύπτω.
Russian (Dvoretsky)
κρύπτασκε: эп. 3 л. sing. impf. iter. к κρύπτω.
Greek (Liddell-Scott)
κρύπτασκε: ἴδε ἐν λέξ. κρύπτω.
Greek Monotonic
κρύπτασκε: γʹ ενικ. Ιων. παρατ. του κρύπτω.