περιπλέγδην

From LSJ
Revision as of 11:19, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπλέγδην Medium diacritics: περιπλέγδην Low diacritics: περιπλέγδην Capitals: ΠΕΡΙΠΛΕΓΔΗΝ
Transliteration A: periplégdēn Transliteration B: periplegdēn Transliteration C: periplegdin Beta Code: periple/gdhn

English (LSJ)

Adv. closely entwined, Eratosth.27; π. ἔχειν τινά in close embrace, AP5.258 (Paul. Sil.), cf. 254.16 (Id.), Opp.H.2.376; of ivy, Luc.Am.12, etc.

German (Pape)

[Seite 587] adv., umwickelt, umwunden; Luc. Amor. 12; Opp. Hal. 2, 376 u. öfter.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιπλέγδην [περιπλέκω] adv., verstrengeld, door elkaar.

Russian (Dvoretsky)

περιπλέγδην: adv. обвиваясь (обвившись) Luc.: π. ἔχειν τινά Anth. держать кого-л. в своих объятиях.

Greek (Liddell-Scott)

περιπλέγδην: Ἐπίρρ., περιπεπλεγμένως, ἀγκαλιαστά, π. ἔχειν τινά, στενῶς ἐνηγκαλισμένον, Ἀνθ. Π. 5. 259, πρβλ. 255, Ὀππ. Ἁλ. 2. 376· ἐπὶ τοῦ κισσοῦ, Λουκ. Ἔρωτες 12, κτλ.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. σε στενό εναγκαλισμό, περιπεπλεγμένως
2. φρ. «περιπλέγδην ἔχω πήχεσιν» — έχω αγκαλιαστεί πολύ σφιχτά με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + θ. πλεκ- του πλέκω + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. εμπλέγ-δην)].