περιτάμνω
From LSJ
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh
English (LSJ)
Ion. and Ep. for περιτέμνω.
German (Pape)
[Seite 596] ion. u. ep. statt περιτέμνω, Hom., Hes. u. Her.
French (Bailly abrégé)
ion. c. περιτέμνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιτάμνω ep. en Ion. voor περιτέμνω.
Russian (Dvoretsky)
περιτάμνω: эп.-ион. = περιτέμνω.
Greek (Liddell-Scott)
περιτάμνω: Ἰων. καὶ Ἐπικ. ἀντὶ περιτέμνω.
Greek Monolingual
Α
(επικ. και ιων. τ.) βλ. περιτέμνω.
Greek Monotonic
περιτάμνω: Ιων. αντί περιτέμνω.