πτάμενος
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
French (Bailly abrégé)
η, ον :
part. ao.2 de ἵπταμαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πτάμενος -η -ον ptc. aor. van πέτομαι.
Russian (Dvoretsky)
πτάμενος: part. aor. 2 к ἵπταμαι (med. к ἵπτημι).
Greek (Liddell-Scott)
πτάμενος: -η, -ον, μετοχ. ἀορ. τοῦ πέταμαι, Ἰλ.
English (Autenrieth)
see πέτομαι.
Greek Monotonic
πτάμενος: -η, -ον, μτχ. αορ. βʹ του πέταμαι.