σπέσθαι
From LSJ
English (LSJ)
v. ἕπω.
French (Bailly abrégé)
inf. ao.2 de ἕπομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπέσθαι inf. aor. van ἕπομαι.
Russian (Dvoretsky)
σπέσθαι: inf. aor. 2 med. к ἕπω.
Greek (Liddell-Scott)
σπέσθαι: ἀπαρ. ἀόρ. τοῦ ἕπομαι, ὡς τὸ σχέσθαι τοῦ ἔχομαι· «ἐπακολουθῆσαι» Ἡσύχ.
English (Autenrieth)
see ἕπω.
Greek Monotonic
σπέσθαι: απαρ. αορ. βʹ του ἕπομαι.