interfering
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
English > Greek (Woodhouse)
adj.
Meddling: Ar. and P. πολυπράγμων. Be interfering, v.: Ar. and P. πολυπραγμονεῖν, V. περισσὰ δρᾶν, πράσσειν τι πλέον (Eur., Frag.), Ar. and V. πράσσειν πολλά.