Κρόνια
From LSJ
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
English (LSJ)
ων, τά, v. Κρόνιος.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
Κρόνια: τά (sc. ἱερά)
1) Кронии (празднества в честь Крона в Афинах в 12-й день месяца Ἑκατομβαιών, см. Κρόνιος I, 2 Dem.;
2) римск. праздник Сатурналий Plut.
Greek (Liddell-Scott)
Κρόνια: -ων, τά, ἴδε ἐν λ. Κρόνιος.
Greek Monotonic
Κρόνια: -ων, τά, βλ. Κρόνιος.