βιοτήσιος
ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.
English (LSJ)
ον, supporting life, ὦνος A.R. 2.1006; ναυτιλίη β. voyage of life, AP 9.208; ἴχνος ὅπου λήγει β. benndorf-Niemann Reisen in Lykien u. Karien p.79.
Spanish (DGE)
-ον
1 procurador de comida, sustentador ὦνον ἀμείβονται βιοτήσιον intercambian mercancía por comida de pueblos no agricultores, A.R.2.1006.
2 vital, de (la) vida ναυτιλίη AP 9.208, ἴχνος ὅπου λήγει βιοτήσιον dónde acaba la huella de la existencia, TAM 2.203.3 (Sídima I/II d.C.), ὕδωρ Nonn.Par.Eu.Io.4.15, cf. 32, κυμάτων φυγόντες βιοτησίων huyendo de las olas de la vida Synes.Hymn.9.105.
German (Pape)
[Seite 446] lebenerhaltend, ὦνος Ap. Rh. 2, 1005; ναυτιλία Ep. ad. 575 (IX, 208); öfter Nonn.
Russian (Dvoretsky)
βιοτήσιος: жизненный, житейский (ναυτιλία Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
βιοτήσιος: -ον, ὁ τὴν ζωὴν ὑποστηρίζων, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1006.