γροσφομάχος

From LSJ
Revision as of 12:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἐγὼ δ' ἀνάγκῃ προύμαθον στέργειν κακά → I have been slowly schooled by necessity to endure misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γροσφομάχος Medium diacritics: γροσφομάχος Low diacritics: γροσφομάχος Capitals: ΓΡΟΣΦΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: grosphomáchos Transliteration B: grosphomachos Transliteration C: grosfomachos Beta Code: grosfoma/xos

English (LSJ)

ον, fighting with the γρόσφος, οἱ γ., = Lat. velites, Plb.1.33.9, 6.21.7.

German (Pape)

[Seite 507] mit dem γρόσφος kämpfend, Pol. 1, 33, 9. 6, 21, 7.

Russian (Dvoretsky)

γροσφομάχος: ὁ (лат. veles) копейщик, легковооруженный солдат Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

γροσφομάχος: -ον, ὁ μετὰ γρόσφου μαχόμενος, οἱ Γρ., οἱ παρὰ Ρωμαίοις Velites, Πολύβ. 1. 33, 9., 6. 21, 7· πρβλ. γροσφοφόρος.

Greek Monolingual

γροσφομάχος, -ον (Α)
Ρωμαίος στρατιώτης που πολεμάει με τον γρόσφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γρόσφος + -μάχος < μάχομαι.