Θύμβρις

From LSJ
Revision as of 12:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Θύμβρις Medium diacritics: Θύμβρις Low diacritics: Θύμβρις Capitals: ΘΥΜΒΡΙΣ
Transliteration A: Thýmbris Transliteration B: Thymbris Transliteration C: THymvris Beta Code: *qu/mbris

English (LSJ)

ιδος, ἡ, name of several rivers, esp. the Tiber, AP9.352 (Leon. Alex.), D.P.352 sq.; cf. Θυβριάς.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ὁ) :
1 le Tibre;
2 Thymbris, fl. ou pê mont. de Sicile.

Russian (Dvoretsky)

Θύμβρις: ιδος ὁ
1) Тибр (река в Латии) Plut., Anth.;
2) Тимбрид (река в Сицилии) Theocr.

Greek (Liddell-Scott)

Θύμβρις: -ιδος, ἡ, ὄνομα ποταμῶν τινων, ἰδίως τοῦ Τιβέρεως, Ἀνθ. Π. 9. 352 κἑξ. (μετὰ διαφ. γραφ. Θύβρις): - Θυμβριὰς ἢ Θυβριάς, άδος, θηλ. ἐπίθ. τοῦ Τιβέρεως, Βεργίλλιος, ὅν ποτε Ρώμης Θυμβριὰς ἄλλον Ὅμηρον ἀνέτρεφε πάτριος ἠχὼ Χριστ. Ἐκφρ. 418, Ἀνθ. Π. παράρτ. 51. 1.

Greek Monotonic

Θύμβρις: -ιδος, ἡ, ο Τίβερης, σε Ανθ. Π.

Middle Liddell

Θύμβρις, ιδος
the Tiber, Anth.