διέρρωγα
From LSJ
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
English (LSJ)
v. διαρρήγνυμι.
French (Bailly abrégé)
v. διαρρήγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
διέρρωγα: pf. к διαρρήγνυμι.
Greek (Liddell-Scott)
διέρρωγα: ἴδε ἐν λ. διαρρήγνυμι.
Greek Monotonic
διέρρωγα: αμτβ. παρακ. του διαρρήγνυμι.