Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διθυραμβικός

From LSJ
Revision as of 12:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῑθῠραμβικός Medium diacritics: διθυραμβικός Low diacritics: διθυραμβικός Capitals: ΔΙΘΥΡΑΜΒΙΚΟΣ
Transliteration A: dithyrambikós Transliteration B: dithyrambikos Transliteration C: dithyramvikos Beta Code: diqurambiko/s

English (LSJ)

ή, όν, dithyrambic, D.H.Th.29; τὰ δ. dithyrambic poems, Arist.Po.1447b26. Adv. -κῶς Demetr.Eloc.91.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1ditirámbico, propio del ditirambo χορός SEG 9.13.14 (Cirene IV a.C.), σκευωρία D.H.Th.29.4, φράσις D.H.Pomp.2.2, (τρόπος μελοποιίας) Aristid.Quint.30.1, λέξις Plu.2.1132e, cf. 1141c, διθυραμβικὰ μέλη poemas ditirámbicos, ditirambos Plu.2.389a, cf. Mar.Vict.50.33, Diom.502.14, Sch.B.p.128
subst. τὸ δ. poema ditirámbico, ditirambos Arist.Po.1447b26
neutr. compar. como adv. de forma bastante ditirámbica κέχρηται δὲ τῷ Φρυγίῳ διθυραμβικώτερον ref. al modo en que la trag. emplea la armonía frigia, Anon.Trag.45.
2 fig. exaltado ἐπιστολή Chio 15.3.
II adv. -ῶς al modo de los ditirambos, de forma altisonante Demetr.Eloc.91.

German (Pape)

[Seite 624] dithyramlisch; φράσις D. Hal.; τὰ διθ., Dithyramben, Arist. poet. 1, 13; – auch adv., Rhett.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
dithyrambique.
Étymologie: διθύραμβος.

Russian (Dvoretsky)

δῑθῠραμβικός: дифирамбический Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

δῑθυραμβικός: -ή, -όν, ὁ εἰς διθύραμβον ἀνήκων, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 29· τὰ δ., διθυραμβικὰ ποιήματα, Ἀριστ. Ποιητ. 1. 13. - Ἐπίρρ. -κῶς, μνημονευόμενον ἐκ τοῦ Δημ. Φαλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α διθυραμβικός, -ή, -όν) διθύραμβος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον διθύραμβο, ο κατάλληλος για διθύραμβο
νεοελλ.
φρ. «διθυραμβικά σχόλια» — εγκωμιαστικά, επαινετικά
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ διθυραμβικά
οι διθύραμβοι.