διχόστομος
From LSJ
ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick
English (LSJ)
ον, = δίστομος 11, δορὸς πλᾶκτρον S.Fr.152.
Spanish (DGE)
(δῐχόστομος) -ον
de doble filo δορὸς διχόστομον πλᾶκτρον moharra de doble filo de la lanza S.Fr.152.
German (Pape)
[Seite 647] = δίστομος, Soph. frg. 164.
Russian (Dvoretsky)
διχόστομος: Soph. = δίστομος.
Greek (Liddell-Scott)
δῐχόστομος: -ον, = δίστομος ΙΙ, Σοφ. Ἀποσπ. 164.
Greek Monolingual
διχόστομος, -ον (Α)
δίστομος.