δυσαπότριπτος
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
ον, hard to rub off and so get rid of, ὀνείδη Macar.8.47, cf. Ph.1.459, 615 (Sup.), Thessal. ap. Gal.10.252; of persons, Plu.2.55e.
Spanish (DGE)
-ον
1 indeleble, difícil de borrar en sent. moral ὀνείδη Arist.Fr.487, cf. Macar.8.47, συμβαίνει δὲ τὸ κουφότατον ... δυσαποτριπτότατον εἶναι Ph.1.615, cf. 459, Cyr.Al.M.70.1408C, φθόνος Ph.1.654.
2 medic. malo de quitar, difícil de eliminar πάθη de enfermedades crónicas, Thessal. en Gal.10.252, τραχώματα Gal.14.770.
3 de pers. difícil de quitárselo de encima ὁ κόλαξ Plu.2.55e.
German (Pape)
[Seite 676] schwer abzureiben, zu entfernen, Plut. de adul. et am. discr. 16 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à enlever par le frottement, à effacer ; fig. dont on se débarrasse difficilement.
Étymologie: δυσ-, ἀποτρίβω.
Russian (Dvoretsky)
δυσαπότριπτος: с трудом стираемый, неизгладимый (ὄνειδος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσαπότριπτος: -ον, δυσκόλως ἀποτριβόμενος, ὄνειδος Ἀριστ. Ἀποσπ. 445, Πλούτ., κτλ.
Greek Monolingual
δυσαπότριπτος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα απαλείφεται
2. αυτός που δύσκολα απομακρύνεται.