δυσκλής
From LSJ
Γονεῖς δὲ τίμα καὶ φίλους εὐεργέτει → Reverens parentum sis, amicis beneficus → Die Eltern ehre, deinen Freunden tue wohl
English (LSJ)
poet. for δυσκλεής, Simm. Secur.6.
Spanish (DGE)
v. δυσκλεής.
German (Pape)
[Seite 682] für δυσκλεής, Simm. Securis (XV, 22).
Russian (Dvoretsky)
δυσκλής: Anth. = δυσκλεής.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκλής: ποιητ. ἀντὶ δυσκλεής, Ἀνθ. Π. 15. 22.
Greek Monolingual
-ές
βλ. δυσκλεής.
Greek Monotonic
δυσκλής: ποιητ. αντί δυσ-κλεής, σε Ανθ.