δυσβοήθητος
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
English (LSJ)
ον, hard to help or cure, Hp.Coac.491, D.S.3.47, 11.15, Paul. Aeg.5.29: Comp., Dsc.Eup.2.159. Adv. -τως Gal.5.122.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de auxiliar, esp. medic. de difícil tratamiento γίνεται δὲ ταῦτα ἤδη δυσβοήθητα Hp.Coac.491, ἔκλυσις D.S.3.47, cf. 11.15, 18.44, Dsc.Eup.2.163, Paul.Aeg.5.29.1.
2 adv. -ως de forma difícil de curar (ἔντερον) ἑλκοῦται δ. Gal.5.122.
German (Pape)
[Seite 677] dem schwer zu helfen ist, schwer abzuhelfen; D. Sic. 3, 47. 11, 15.
Russian (Dvoretsky)
δυσβοήθητος: которому трудно помочь, с трудом устранимый (ἔκλυσις Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσβοήθητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ βοηθήσῃ ἢ θεραπεύσῃ τις, Διόδ. 3. 47., 11. 15, κτλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσβοήθητος, -ον)
1. αυτός που δύσκολα μπορεί να βοηθηθεί
2. (για αρρώστια) δυσθεράπευτος.