εὔκλωστος

From LSJ
Revision as of 13:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

εὐνοεῖσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν → be liked by gods and women, be loved by gods and women, be favored by gods and women, be favoured by gods and women

Source

German (Pape)

[Seite 1075] ep. ἐΰκλωστος, schön gesponnen, νῆμα, Ant. Sid. 22 (VI, 174, vgl. 284); λίνον, Maec. 7 (VI, 33); χιτών, H. h. Apoll. 203.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bien filé.
Étymologie: εὖ, κλώθω.

Russian (Dvoretsky)

εὔκλωστος: эп. ἐΰκλωστος 2 хорошо спряденный, искусной работы (χιτών HH; νῆμα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔκλωστος: -ον, καλῶς κεκλωσμένος, χιτὼν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 203· λίνον, νῆμα Ἀνθ. Π. 6. 33, 284.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὔκλωστος, -ον)
αυτός που κλώθεται, που γνέθεται καλά ή που είναι κλωσμένος καλά.