κίνναμον
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
τό, later form for κιννάμωμον, Plin.HN12.86; cinnamus, Gloss.:—gen. κῐνάμοιο, Nic.Th.947.
German (Pape)
[Seite 1441] τό, = κιννάμωμον, Medic.
Russian (Dvoretsky)
κίννᾰμον: τό Plin. = κιννάμωμον.
Greek (Liddell-Scott)
κίννᾰμον: τό, τύπος μεταγεν. ἀντὶ τοῦ κιννάμωμον, Πλίν.