καταπέρδω
εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war
German (Pape)
[Seite 1369] (s. πέρδω), Einem ins Gesicht farzen, oppedere, τινός, gemeiner Ausdruck für verachten; τῆς πενίας Ar. Plut. 617, τοῦ σοῦ δίνου κατέπαρδεν Vesp. 618; Epicrat. bei Ath. II, 59 f.
French (Bailly abrégé)
ao.2 κατέπαρδον;
péter au nez de ; se moquer de, gén..
Étymologie: κατά, πέρδω.
Russian (Dvoretsky)
καταπέρδω: (aor. 2 κατέπαρδον) тж. med., груб. (лат. oppedere) издеваться, глумиться, высказывать крайнее презрение (τινός Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
καταπέρδω: τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ -πέρδομαι: ἀόρ. κατέπαρδον: πρκμ. καταπέπορδα·- κλάνω ἐνώπιόν τινος ἢ κατά τινος· χυδαία ἔκφρασις, - τινός, εἰς σημεῖον περιφρονήσεως, τὸ τοῦ Ὁρατίου oppedere alicui, τῶν χειροτεχνῶν καὶ τῆς πενίας κατέπαρδον Ἀριστοφ. Πλ. 617, Σφ. 618, Εἰρ. 547· τῶν ληρούντων Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 28.
Greek Monotonic
καταπέρδω: κυρίως στη Μέσ. -πέρδομαι· αόρ. βʹ κατέπαρδον, παρακ. καταπέπορδα· κλάνω, αερίζομαι μπροστά σε κάποιον, τινός, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
mostly in Mid. -πέρδομαι; aor2 κατέπαρδον perf. καταπέποδρα
to break wind at, τινός Ar.