κεραστός

From LSJ
Revision as of 13:42, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραστός Medium diacritics: κεραστός Low diacritics: κεραστός Capitals: ΚΕΡΑΣΤΟΣ
Transliteration A: kerastós Transliteration B: kerastos Transliteration C: kerastos Beta Code: kerasto/s

English (LSJ)

ή, όν, mixed, mingled, APl.4.83.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
mêlé, mélangé.
Étymologie: κεράννυμι.

Russian (Dvoretsky)

κεραστός: adj. verb. к κεράννυμι.

Greek (Liddell-Scott)

κεραστός: -ή, -όν, μεμιγμένος, ἀναμεμιγμένος, Ἀνθ. Πλαν. 4. 83.

Greek Monolingual

κεραστός, -ή, -όν (Α) κεράννυμι
αναμεμιγμένος.

Greek Monotonic

κεραστός: -ή, -όν (κεράννυμι), ανακατεμένος, αναμεμειγμένος, σε Ανθ.

Middle Liddell

κεραστός, ή, όν κεράννυμι
mixed, mingled, Anth.