καταστολίζω

From LSJ
Revision as of 13:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστολίζω Medium diacritics: καταστολίζω Low diacritics: καταστολίζω Capitals: ΚΑΤΑΣΤΟΛΙΖΩ
Transliteration A: katastolízō Transliteration B: katastolizō Transliteration C: katastolizo Beta Code: katastoli/zw

English (LSJ)

clothe, dress, Plu.2.65d (Pass.), Eun.Hist.p.248 D.

French (Bailly abrégé)

vêtir, particul. parer.
Étymologie: κατά, στολίζω.

Russian (Dvoretsky)

καταστολίζω: одевать, наряжать Plut.

Greek (Liddell-Scott)

καταστολίζω: στολίζω, καθ’ ὑπερβολὴν μέχρι τοῦ φορτικοῦ στολίζω, κυρίως καὶ μεταφορ., καταστολιζόμενον καὶ ἀναπλαττόμενον ὡς ἄγαλμα βαρβαρικὸν Πλούτ. 2. 65D· κ. εἰς τὸ θαυμαζόμενον σχῆμα Εὐνάπ.

Greek Monolingual

καταστολίζω)
στολίζω κάποιον ή κάτι υπερβολικά, φορτώνω με στολίδια, στολίζω άφθονα.