λάμπουρις

From LSJ
Revision as of 13:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάμπουρις Medium diacritics: λάμπουρις Low diacritics: λάμπουρις Capitals: ΛΑΜΠΟΥΡΙΣ
Transliteration A: lámpouris Transliteration B: lampouris Transliteration C: lampouris Beta Code: la/mpouris

English (LSJ)

ιδος, ἡ, (οὐρά)

A fox, A.Fr.433, Lyc.344, 1393 (on the accent v. EM474.4). II v.l. for λαμπυρίς in Suid.s.v. πυριλαμπίς.

Russian (Dvoretsky)

λάμπουρις: ιδος ἡ светлохвостая, т. е. лиса Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

λάμπουρις: -ιδος, ἡ, (οὐρά), ἀλώπηξ, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 397, πρβλ. Λυκόφρ. 344, 1393· περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Μέγ. Ἐτυμ. 474. 4. ΙΙ. διάφ. γραφὴ ἀντὶ λαμπυρὶς παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. πυριλαμπίς.

Greek Monolingual

λάμπουρις, -ιδος, ἡ (Α)
1. η αλεπού
2. (δ. γρφ. του λαμπυρίς) η πυγολαμπίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάμπρ-ουρις, με ανομοίωση, < λαμπρός + οὐρά.