μισόξενος
From LSJ
εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
English (LSJ)
ον, hostile to strangers, βίος, νόμιμα, of the Jews, D.S.40.3, 34.1, cf. J.AJ1.11.1.
German (Pape)
[Seite 192] Fremde hassend, unfreundlich gegen Gastfreunde, Sp., Poll. 6, 172.
Russian (Dvoretsky)
μῑσόξενος: ненавидящий иноземцев, негостеприимный Diod.
Greek (Liddell-Scott)
μῑσόξενος: -ον, ὁ μισῶν τοὺς ξένους, Διοδ. Ἐκλογ. 525. 61., 543, 33.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μισόξενος, -ον)
εχθρικός προς τους ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + ξένος (πρβλ. φιλόξενος)].