νεανισκεύομαι
ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us
English (LSJ)
only pres., to be in one's youth, Eup.29, Posidipp.9; ν. ἐν τοῖς ἐφήβοις X.Cyr.1.2.15, Plu.2.12b.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
1 passer sa jeunesse qqe part;
2 se conduire en jeune homme, être léger, indiscret, téméraire.
Étymologie: νεανίσκος.
Russian (Dvoretsky)
νεᾱνισκεύομαι: (только praes.)
1) проводить свою юность (ἐν τοῖς ἐφήβοις Xen.);
2) достигать юности (т. е. выходить из возраста эфебов): νεανισκευομένων ἀδικήματα Plut. проступки молодых людей.
Greek (Liddell-Scott)
νεᾱνισκεύομαι: ἀποθ. ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., καὶ μόνον ἐν τῇ πρώτῃ σημασίᾳ τοῦ νεανιεύομαι, εἶμαι ἐν τῇ νεότητί μου, Εὔπολις ἐν «Σφιγξὶν» 20, κ. ἀλλ., Ξεν. Κύρ. 1. 2, 15.
Greek Monolingual
νεανισκεύομαι (Α) νεανίσκος
βρίσκομαι στη νεανική ηλικία («ἔξεστιν αὐτοῖς ἐν τοῖς ἐφήβοις νεανισκεύεσθαι», Ξεν.).
Greek Monotonic
νεᾱνισκεύομαι: αποθ., βρίσκομαι στη νεότητά μου, σε Ξεν.
Middle Liddell
νεᾱνισκεύομαι,
Dep. to be in one's youth, Xen. [from νεᾱνίσκος]