ξυροδόκη
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt
English (LSJ)
ἡ, razor-case, Ar.Th.220: written ξυροδόχη in Poll.10.140.
German (Pape)
[Seite 282] ἡ, Scheermesserfutteral; Ar. Thesm. 220, wo Poll. 10, 140 ξυροδόχη las, aber 2, 32 steht ξυροδόκη.
Russian (Dvoretsky)
ξῠροδόκη: ἡ ящик для бритв Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠροδόκη: ἡ, θήκη ξυραφίου, Ἀριστοφ. Θεσμ. 220· φέρεται ξυροδόχη παρὰ Πολυδ. Β΄, 32, Ι΄, 140, ἔνθα καὶ ξυροθήκη.
Greek Monolingual
ξυροδόκη και ξυροδόχη, ἡ (Α)
η θήκη του ξυραφιού, η ξυραφοθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρόν «ξυράφι» + -δόκη / δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνοδόκη / καπνοδόχη].