σμικρὰ ὀνείρατα λέλειπται → faint and shadowy traces remain, small vestiges remain
plur. neutre de οἷος.
οἷα: adv. = οἷον.
οἷα: «ὥσπερ, καθάπερ» Ἡσύχ.
see οἷος.
as, of comparison