πληκτισμός

From LSJ
Revision as of 15:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πληκτισμός Medium diacritics: πληκτισμός Low diacritics: πληκτισμός Capitals: ΠΛΗΚΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: plēktismós Transliteration B: plēktismos Transliteration C: pliktismos Beta Code: plhktismo/s

English (LSJ)

ὁ, amorous toying, AP12.209 (Strat., pl.).

German (Pape)

[Seite 633] ὁ, buhlerischer Blick, verliebte Neckerei, alles zur Liebe Reizende, Verführerische, Strat. 51 (XII, 209).

Russian (Dvoretsky)

πληκτισμός:хлопание, шлепок Anth.

Greek (Liddell-Scott)

πληκτισμός: ὁ, ἐπιτίμησις, ἐπίπληξις, Ἐκκλ. ΙΙ. ἐρωτικοὶ διαπληκτισμοὶ ἐν τῇ κλίνῃ πρὸ τοῦ ἔργου, Ἀνθ. Π. 12. 209.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ πληκτίζομαι
μσν.
1. το να πλήττει, να χτυπάει κανείς κάτι
2. εκκλ. το επιτίμιον.
αρχ.
το ερωτικό παιχνίδι με λόγια, χειρονομίες ή σαρκικές επαφές.