πληκτισμός
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
English (LSJ)
ὁ, amorous toying, AP12.209 (Strat., pl.).
German (Pape)
[Seite 633] ὁ, buhlerischer Blick, verliebte Neckerei, alles zur Liebe Reizende, Verführerische, Strat. 51 (XII, 209).
Russian (Dvoretsky)
πληκτισμός: ὁ хлопание, шлепок Anth.
Greek (Liddell-Scott)
πληκτισμός: ὁ, ἐπιτίμησις, ἐπίπληξις, Ἐκκλ. ΙΙ. ἐρωτικοὶ διαπληκτισμοὶ ἐν τῇ κλίνῃ πρὸ τοῦ ἔργου, Ἀνθ. Π. 12. 209.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ πληκτίζομαι
μσν.
1. το να πλήττει, να χτυπάει κανείς κάτι
2. εκκλ. το επιτίμιον.
αρχ.
το ερωτικό παιχνίδι με λόγια, χειρονομίες ή σαρκικές επαφές.