ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῦντά σε → I was pleased to hear you praising my father
[Seite 757] att. statt προσέοικα, w. m. s.
v. *προσείκω.
προσεῖκα: стяж. = προσέοικα.
προσεῖκα: Ἀττ. ἀντὶ προσέοικα, ὃ ἴδε.
Α(αττ. τ.) βλ. προσέοικα.
προσεῖκα: Αττ. αντί προσέοικα.