πτέρνις
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
ὁ, a kind of hawk, Arist.HA620a19.
German (Pape)
[Seite 808] ὁ, ein Raubvogel, Arist. H. A. 9, 36, v.l. πέρνης, u. Hesych.
Russian (Dvoretsky)
πτέρνις: v.l. πτερνίς и πτέρνης, εως ὁ птернис (род хищной птицы) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
πτέρνις: ὁ, εἶδος ἱέρακος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 36, 1.