σαφανής
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
English (LSJ)
v. σαφηνής.
Russian (Dvoretsky)
σᾰφᾱνής: дор. = σαφηνής.
Greek (Liddell-Scott)
σαφᾱνής: -ές, Δωρ. ἀντὶ σαφηνής, Πίνδ.
English (Slater)
ςᾰφᾱνής clear n. s. pro subs. τὸ δὲ σαφανὲς κατέφρασεν, ὁπᾷ (O. 10.55)
Greek Monolingual
-ές, Α
(δωρ. τ.) βλ. σαφηνής.
Greek Monotonic
σαφᾱνής: -ές, Δωρ. αντί σαφηνής.
Middle Liddell
σαφᾱνής, ές [doric for σαφηνής.]