σηψιδακής

Revision as of 15:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ές, causing mortification by its bite, φαλάγγιον Pl. ap. Arist.Top.140a4.

German (Pape)

[Seite 876] ές, durch den Biß Fäulniß verursachend, φαλάγγιον, Plat. bei Arist. top. 6, 2.

Russian (Dvoretsky)

σηψῐδακής: 2, v.l. σηψῐδακίς причиняющий своим укусом нагноение (τό φαλάγγιον Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

σηψῐδᾰκής: -ές, ὁ ἐπιφέρων σῆψιν διὰ τοῦ δήγματος, φαρμακερός, Πλάτων παρ’ Ἀριστ. ἐν Τοπ. 6. 2, 4.

Greek Monolingual

-ές, Α
(για ερπετά) αυτός που προκαλεί σήψη με το δήγμα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῆψις + -δακής (< δάκος, τὸ, «δάγκωμα» < δάκνω), πρβλ. λαιμο-δακής, σαρκο-δακής].