σφραγιστήρ

From LSJ
Revision as of 15:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ῥᾷον ὀμνύναι κἀπιορκεῖν ἢ ὁτιοῦν → they thought less of swearing and perjuring themselves than of anything else in the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφρᾱγιστήρ Medium diacritics: σφραγιστήρ Low diacritics: σφραγιστήρ Capitals: ΣΦΡΑΓΙΣΤΗΡ
Transliteration A: sphragistḗr Transliteration B: sphragistēr Transliteration C: sfragistir Beta Code: sfragisth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, sealer, i.e. sealring, signet, Nicom.Ar.1.23, D.L.7.50.

German (Pape)

[Seite 1052] ῆρος, ὁ, der Siegler, der Siegelring (?).

Russian (Dvoretsky)

σφρᾱγιστήρ: ῆρος ὁ перстень с печатью, печатка Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

σφρᾱγιστήρ: ῆρος, ὁ, ὁ σφραγίζων, δηλ. δακτύλιος μετὰ σφραγιδολίθου, σφραγίς, Διοκλῆς παρὰ Διογ. Λ. 7. 50. - Ἐπίθ., σφρ. λίθος, ὁ λίθος δακτυλίου χρησιμεύοντος ὡς σφραγῖδος, Πλανούδ. Ὀβιδ. Μετ. 9. 565.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, ΜΑ
μσν.
ως επίθ. αυτός με τον οποίο σφραγίζεται κάτι («σφραγιστῆρι λίθῳ... σφραγίζει πιέσασα», Πλαν.)
αρχ.
δαχτυλίδι με σφραγιδόλιθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφραγίζω + επίθημα -τὴρ (πρβλ. κομισ-τήρ, σωφρονισ-τήρ)].