χαλκευτής

From LSJ
Revision as of 16:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἡ δὲ φύσις φεύγει τὸ ἄπειρον· τὸ μὲν γὰρ ἄπειρον ἀτελές, ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλος → nature, however, avoids what is infinite, because the infinite lacks completion and finality, whereas this is what Nature always seeks

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκευτής Medium diacritics: χαλκευτής Low diacritics: χαλκευτής Capitals: ΧΑΛΚΕΥΤΗΣ
Transliteration A: chalkeutḗs Transliteration B: chalkeutēs Transliteration C: chalkeftis Beta Code: xalkeuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, = χαλκεύς, χ. ὕμνων AP7.34 (Antip. Sid.).

German (Pape)

[Seite 1330] ὁ, = χαλκεύς, der Schmied, auch übertr., ὕμνων, Antp. Sid. 79 (VII, 34), so heißt Pindar.

Russian (Dvoretsky)

χαλκευτής: οῦ ὁ досл. кузнец, перен. мастер, сочинитель: ὕμνων χ. Anth. = Πίνδαρος.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκευτής: -οῦ, ὁ, = χαλκεύς. Πιερικὰν σάλιπγγα, τὸν εὐαγέων βαρὺν ὕμνων χαλκευτὰν κατέχει Πίνδαρον ἅδε κόνις Ἀνθ. Π. 7. 34.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ χαλκεύω
χαλκεύς, χαλκουργός
νεοελλ.
1. πλάστης, δημιουργός
2. μτφ. συκοφάντης, μηχανορράφος
αρχ.
(γενικά) τεχνίτης, κατασκευαστής.

Greek Monotonic

χαλκευτής: -οῦ, ὁ, = χαλκεύς, σε Ανθ.

Middle Liddell

χαλκευτής, οῦ, ὁ, = χαλκεύς, Anth.]