ἀναπόβλητος

From LSJ
Revision as of 17:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπόβλητος Medium diacritics: ἀναπόβλητος Low diacritics: αναπόβλητος Capitals: ΑΝΑΠΟΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: anapóblētos Transliteration B: anapoblētos Transliteration C: anapovlitos Beta Code: a)napo/blhtos

English (LSJ)

ον, not capable of being lost, ἀγαθά S.E.P.3.238, cf. Cleanth.Stoic.1.129, Alex.Aphr.Quaest.121.16.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no puede perderse ἀγαθά S.E.P.3.238, ἀρετή Cleanth.Stoic.1.129, cf. Antisth.23, Alex.Aphr.Quaest.121.16.
2 adv. -ως inseparablemente Cyr.Al.Pulch.p.36.7.

German (Pape)

[Seite 203] unverwerflich, unverächtlich.

Russian (Dvoretsky)

ἀναπόβλητος: неутрачиваемый, неотчуждаемый (ἀγαθά Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπόβλητος: -ον, ὁ μὴ ἀπόβλητος, ὃν δὲν πρέπει νὰ ἀπορρίψῃ ἢ ἀπολέσῃ τις, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 3. 238.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀναπόβλητος, -ον) ἀποβάλλω
νεοελλ.
αυτός που δεν αποβλήθηκε ή δεν μπορεί κανείς να τον αποβάλει
αρχ.
αυτός που δεν μπορεί ή δεν αξίζει να απορριφθεί, να περιφρονηθεί.