ἀναπόβλητος
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
English (LSJ)
ον, not capable of being lost, ἀγαθά S.E.P.3.238, cf. Cleanth.Stoic.1.129, Alex.Aphr.Quaest.121.16.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no puede perderse ἀγαθά S.E.P.3.238, ἀρετή Cleanth.Stoic.1.129, cf. Antisth.23, Alex.Aphr.Quaest.121.16.
2 adv. -ως inseparablemente Cyr.Al.Pulch.p.36.7.
German (Pape)
[Seite 203] unverwerflich, unverächtlich.
Russian (Dvoretsky)
ἀναπόβλητος: неутрачиваемый, неотчуждаемый (ἀγαθά Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπόβλητος: -ον, ὁ μὴ ἀπόβλητος, ὃν δὲν πρέπει νὰ ἀπορρίψῃ ἢ ἀπολέσῃ τις, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 3. 238.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀναπόβλητος, -ον) ἀποβάλλω
νεοελλ.
αυτός που δεν αποβλήθηκε ή δεν μπορεί κανείς να τον αποβάλει
αρχ.
αυτός που δεν μπορεί ή δεν αξίζει να απορριφθεί, να περιφρονηθεί.