ἀνορεξία

Revision as of 17:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ἡ, want of desire or appetite, Ti.Locr.102e, Aret.CA2.3.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
falta de apetito Ti.Locr.102e, Aret.CA 2.3.9, Pall.H.Mon.8.15.

Russian (Dvoretsky)

ἀνορεξία:отсутствие влечений Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνορεξία: ἡ, ἔλλειψις ὀρέξεως, Τίμ. Λοκρ. 102Ε, Ἀρετ. Ὀξ. Νουσ. Θεραπ. 2. 3.

Greek Monolingual

και ανορεξιά, η (Α ἀνορεξία)
επίμονη έλλειψη όρεξης που δεν προκαλείται από χορτασμό
νεοελλ.
1. έλλειψη προθυμίας ή ευεξίας, ακεφιά
2. «νευρική ανορεξία» — συγκινησιακή ή ψυχολογική αποστροφή προς τις τροφές και το φαγητό που οδηγεί σε υπερβολική απίσχνανση.