ἀντοικτίζω
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
English (LSJ)
pity in return, Th.3.40.
Spanish (DGE)
compadecerse a su vez Th.3.40.
French (Bailly abrégé)
déplorer ou plaindre en retour.
Étymologie: ἀντί, οἰκτίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντοικτίζω: сочувствовать, жалеть Thuc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντοικτίζω: τῷ προηγ., Θουκ. 3. 40.
Greek Monolingual
ἀντοικτίζω κ. ἀντοικτίρω (Α)
ανταποδίδω οίκτο.
Greek Monotonic
ἀντοικτίζω: = το προηγ., σε Θουκ.