ἀποκάτημαι
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
Ion. for ἀποκάθημαι.
Spanish (DGE)
v. ἀποκάθημαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκάτημαι: ион. = ἀποκάθημαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκάτημαι: Ἰων. ἀντὶ ἀποκάθημαι.
Greek Monotonic
ἀποκάτημαι: Ιων. αντί ἀπο-κάθημαι.