ἀποπλείω
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
English (LSJ)
Epic for ἀποπλέω.
Spanish (DGE)
v. ἀποπλέω.
German (Pape)
[Seite 319] p. = ἀποπλέω, Hom. Il. 9, 418. 685 Od. 8, 501. 16, 331.
French (Bailly abrégé)
épq. c. ἀποπλέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποπλείω: эп.-ион. = ἀποπλέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπλείω: ἀποπλέω, Ἰλ. Ι. 418.