ἄκημα
English (LSJ)
τό, = ἄκεσμα, cure, relief, ὀδυνάων Il.15.394 codd., Max.142.
Spanish (DGE)
-ματος, τό alivio ὅσσα φέρει νούσοισιν ἀκήματα δῖα Σελήνη Max.142.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
c. ἄκεσμα.
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἄκημα: τό = ἄκεσμα, θεραπεία, περίθαλψη, ὀδυνάων, των πόνων, σε Ομήρ. Ιλ.