ἄκημα

Revision as of 18:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

τό, = ἄκεσμα, cure, relief, ὀδυνάων Il.15.394 codd., Max.142.

Spanish (DGE)

-ματος, τό alivio ὅσσα φέρει νούσοισιν ἀκήματα δῖα Σελήνη Max.142.

German (Pape)

[Seite 72] τό, s. ἄκεσμα.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
c. ἄκεσμα.

Russian (Dvoretsky)

ἄκημα: ατος τό Hom. v.l. = ἄκεσμα.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκημα: τό, = ἄκεσμα, θεραπεία, ἴαμα, ὀδυνάων, Ἰλ. Ο. 394.

Greek Monolingual

ἄκημα, το (Α)
το άκεσμα.

Greek Monotonic

ἄκημα: τό = ἄκεσμα, θεραπεία, περίθαλψη, ὀδυνάων, των πόνων, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

= ἄκεσμα
a cure, relief, ὀδυνάων for pains, Il.