ἄκημα

English (LSJ)

τό, = ἄκεσμα, cure, relief, ὀδυνάων Il.15.394 codd., Max.142.

Spanish (DGE)

-ματος, τό alivio ὅσσα φέρει νούσοισιν ἀκήματα δῖα Σελήνη Max.142.

German (Pape)

[Seite 72] τό, s. ἄκεσμα.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
c. ἄκεσμα.

Russian (Dvoretsky)

ἄκημα: ατος τό Hom. v.l. = ἄκεσμα.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκημα: τό, = ἄκεσμα, θεραπεία, ἴαμα, ὀδυνάων, Ἰλ. Ο. 394.

Greek Monolingual

ἄκημα, το (Α)
το άκεσμα.

Greek Monotonic

ἄκημα: τό = ἄκεσμα, θεραπεία, περίθαλψη, ὀδυνάων, των πόνων, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

= ἄκεσμα
a cure, relief, ὀδυνάων for pains, Il.

Translations

remedy

Arabic: تِرْيَاق‎; Moroccan Arabic: دْوا‎; Asturian: remediu; Azerbaijani: tibb; Bashkir: дауа; Bengali: দাওয়াই, এলাজ; Bulgarian: лекарство; Catalan: remei; Chinese Mandarin: 治療/治疗, 療法/疗法; Czech: lék, léčba; Dutch: remedie; Finnish: lääke, parannuskeino, hoito; French: remède; Galician: remedio; German: Heilmittel; Greek: γιατρικό; Ancient Greek: ἀδιουτώριον, ἄκεσις, ἄκεσμα, ἄκεστρον, ἄκημα, ἄκος, ἀλαλκτήριον, ἀλέα, ἀλέξημα, ἀλέξησις, ἀλεξητήριον, ἀλέξιον, ἀλεξιφάρμακον, ἀλθεστήρια, ἄλθος, ἄλκαρ, ἀλκτήριον, ἀλκτήριον φάρμακον, ἀντίδοτον, ἀντίλυτρον, ἀντιπάθιον, ἀντίτομον, ἁρμονία, ἀφορμία, βοήθημα, βοήθησις, δύναμις, ἐγκυητήριον, ἔλαρ, ἐξάλειπτρον, εὕρεμα, εὕρημα, ἴαμα, ἴασις, ἰατρεῖον, ἰάτρευμα, ἰάτρευσις, ἴημα, ἴησις, ἰητρεῖον, μῆχος, παρηγόρημα, σχετήριον, τὸ ἀλεξητήριον, τὸ ἀντιπαθές, τὸ ἄρκιον, τὸ βοηθηματικόν, φαρμακεία, φαρμάκευμα, φαρμάκιον, φάρμακον, χραισμήϊον, χραίσμημα, χραίσμησις; Haitian Creole: remèd; Hebrew: מָזוֹר‎; Hindi: दरमन, इलाज, औषध; Hungarian: orvosság; Italian: rimedio, medicamento; Japanese: 療法; Korean: 요약(療藥); Latin: remedium; Malay: pengubat, rawatan; Maori: rongoā; Norman: r'miède; Occitan: remèdi; Persian: درمان‎; Polish: lekarstwo, lek; Portuguese: remédio; Romanian: remediu; Russian: лекарство, средство; Sanskrit: भेषज; Scottish Gaelic: leigheas, cungaidh, ìoc; Sindhi: عِلاجُ‎; Spanish: remedio; Swedish: botemedel; Tagalog: gamot, medisina, remedyo; Tocharian B: sāṃtke; Turkish: tıp; Walloon: riméde

relief

Arabic: رَاحَة‎, تَخْفِيف‎; Belarusian: палёгка, аблягчэнне; Bulgarian: облекчение; Catalan: consol, alleujament; Chinese Mandarin: 解除, 安心, 救濟/救济; Czech: úleva; Danish: lettelse; Dutch: opluchting; Finnish: helpotus, huojennus; French: soulagement, allégement; Galician: alivio, acougo; German: Erleichterung, Entlastung; Greek: ανακούφιση; Ancient Greek: ἄκημα, ἄκος, ἀνακούφισις, ἀνακούφισμα, ἀνάψυξις, ἀναψυχή, ἀνοχή, ἀπαλλαγή, ἀπολώφησις, ἐπικουφισμός, εὐαρέστησις, κούφισις, κουφότης, λώφημα, παραμυθία, πράϋνσις, συνυπόληψις; Hebrew: הקלה‎; Hungarian: könnyítés, enyhítés, csillapítás; Irish: faoiseamh; Italian: sollievo; Japanese: 安心, 救済; Korean: 제고, 안심; Latin: solacium, aberratio; Maori: whakamāmātanga; Norwegian Bokmål: lettelse, lindring; Nynorsk: lindring; Polish: ulga; Portuguese: alívio; Quechua: allinyay; Romanian: ușurare, alinare; Russian: облегчение; Scottish Gaelic: faochadh; Spanish: alivio, desahogo; Swahili: faraja; Swedish: lättnad, lindring; Telugu: ఉపశమనం; Ukrainian: полегшення; Welsh: gollyngdod, rhyddhad