ἄδος
From LSJ
Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch
German (Pape)
[Seite 37] τό, Sättigung, Überdruß, Hom. einmal, Iliad. 11, 88 ἐπεί τ' ἔκορέσσατο χεῖρας τάμνων δένδρεα μακρά, ἄδος τέ μιν ἵκετο θυμόν, wo Einige μάκρ', ἆδός schreiben wollen, s. Buttmann Lexil. 2, 127. Vgl. ἀδέω, ἄδην. Herodian. schrieb ἅδος, Scholl. Iliad. 11, 88 ἅδος: δασυντέον κτἑ. Vgl. ἀδινός.
French (Bailly abrégé)
c. ἅδος.
Russian (Dvoretsky)
ἄδος: или ἅδος, εος τό пресыщение, усталость: ἄ. μιν ἵκετο θυμόν Hom. усталость охватила его.
Greek (Liddell-Scott)
ἄδος: -εος, τό, κόρος, ἀηδία, μόνον ἐν Ἰλ. Λ. 88, τάμνων δένδρεα μακρά, ἄδος τέ μιν ἵκετο θυμόν, ἔνθα ὁ Heyne προτείνει: μάκρ’, ἆδός τέ μεν ἵκετο· ἴδε ἐν λέξ. ἄδην.