ἐγερτέον
From LSJ
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
English (LSJ)
one must raise, E.Rh.690.
Spanish (DGE)
1 fig. hay que levantar c. obj. concr. ἢ βοὴν ἐ.; E.Rh.690.
2 gram. hay que elevar el tono de una sílaba para convertirlo en agudo τὴν «τοι» συλλαβὴν ἐ. Hdn.Gr.2.155.
Russian (Dvoretsky)
ἐγερτέον: adj. verb. к ἐγείρω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγερτέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἐγείρῃ, Εὐρ. Ρῆσ. 690.
Greek Monotonic
ἐγερτέον: ρημ. επίθ. του ἐγείρω, αυτό που πρέπει κάποιος να εγείρει, σε Ευρ.