ἐγχάραγμα

From LSJ
Revision as of 19:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

German (Pape)

[Seite 712] τό, das Eingeschnittene, Eingegrabene, χείμαῤῥοι ποιοῦσιν ἐγχαράγματα κατὰ τὸ πεδίον Pol. 12, 20; Gepräge, Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἐγχάραγμα: ατος (χᾰ) τό овраг Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγχάραγμα: τό, πᾶν ἐγχαραττόμενον ἐπὶ ἐδάφους, κοίλωμα, χαράδρα, Πολύβ. 12. 20, 4. διάφ. γρ. ἔκρηγμα.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 carácter inciso, e.e., letra δέχου ... θεῖα ἐγχαράγματα Rom.Mel.23.ιαʹ.1.
2 incisión, marca en el cuerpo, Sch.Lyc.780.

Greek Monolingual

το (AM ἐγχάραγμα)
νεοελλ.
εντομή, χαραματιά
αρχ.
(για έδαφος) κοίλωμα, χαράδρα.