ἐπαμμένος
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
Ion. for ἐφημμένος, pf. part. Pass. of ἐφάπτω.
French (Bailly abrégé)
part. pf. Moy. ion. de ἐφάπτω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαμμένος: ион. part. pf. pass. к ἐφάπτω I.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαμμένος: Ἰων. ἀντὶ ἐφημμένος, μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ἐφάπτω.
Greek Monotonic
ἐπαμμένος: Ιων. αντί ἐφημμένος, μτχ. Παθ. παρακ. του ἐφάπτω.