εἶτα ὁ γνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up
adj.
P. and V. εὔδοξος, περίβλεπτος, διαπρεπής, ἐκπρεπής, ὀνομαστός, λαμπρός, ἐπίσημος, P. ἀξιόλογος, ἐπιφανής, εὐδόκιμος, περιβόητος, ἔνδοξος, διαφανής, ἐλλόγιμος, Ar. and V. κλεινός (Plat. also but rare P.), V. εὐκλεής, πρεπτός.